τριώνυμος

τριώνυμος
τρῐ-ώνῠμος, ον,
A having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριώνυμος — having three names masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριώνυμος — η, ο / τριώνυμος, ον, ΝΜ αυτός που έχει τρία ονόματα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμο μαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους 2. φρ. «τριώνυμη ονομασία» (βοτ. ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση τής επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • τριώνυμος — η, ο 1. που έχει τρία ονόματα. 2. το ουδ. ως ουσ., τριώνυμο αλγεβρικό πολυώνυμο που είναι άθροισμα τριών μονωνύμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριώνυμον — τριώνυμος having three names masc/fem acc sg τριώνυμος having three names neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριώνυμα — τριώνυμος having three names neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριώνυμε — τριώνυμος having three names masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριώνυμοι — τριώνυμος having three names masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοπρόσωπος — η, ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπο («μονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.) νεοελλ. 1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο») 2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • τριωνυμία — η, ΝΜ [τριώνυμος] το να έχει κανείς τρία ονόματα, τριπλή ονομασία …   Dictionary of Greek

  • τριώνυμο — Πολυώνυμο που αποτελείται από άθροισμα τριών μονωνύμων. Bλ. λ. πολυώνυμο. * * * το, Ν μαθημ. βλ. τριώνυμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”